- αντωνούμαι
- ἀντωνοῡμαι (-έομαι) (Α) [ωνούμαι]1. αγοράζω κάτι στη θέση αυτού που πούλησα2. πλειοδοτώ ως αγοραστής3. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀντωνούμενοςαντίπαλος αγοραστής, πλειοδότης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.